εγκλωβίζω

εγκλωβίζω
μετ. воен, блокировать (тж. перен. ); брать в кольцо

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εγκλωβίζω" в других словарях:

  • εγκλωβίζω — εγκλωβίζω, εγκλώβισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εγκλωβίζω — 1. περιορίζω μέσα σε κλουβί 2. αποκλείω σε στενό χώρο …   Dictionary of Greek

  • εγκλωβίζω — εγκλώβισα, εγκλωβίστηκα, εγκλωβισμένος 1. κλείνω σε κλουβί, γενικά περιορίζω κάποιον ή κάτι μέσα σε πολύ περιορισμένο χώρο: Εγκλωβίστηκε στο στενό δρομάκι από τους αστυνομικούς και πιάστηκε. 2. (στρατ.), με φράγμα πυρός πυροβολικού ή πολυβόλων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»